- σάστισμα
- το , σάστι(σ)μάρα η растерянность; смятение; смущение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σάστισμα — το, ατος σαστιμάρα: Ήταν τέτοιο το σάστισμά του μόλις την είδε, που του κόπηκε η λαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάστισμα — το, Ν [σαστίζω] αμηχανία, σύγχυση, ταραχή … Dictionary of Greek
αλαλομάρα — η 1. παραφροσύνη, παλαβομάρα 2. σάστισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλαλος + παραγ. κατάλ. –μάρα] … Dictionary of Greek
ζαλισμάρα — η [ζαλισμός] ζαλάδα, σάστισμα … Dictionary of Greek
κατάπληξη — η (Α κατάπληξις) [καταπλήσσω] έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός αρχ. 1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῡ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.) 2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα 3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη … Dictionary of Greek
ξέσταμα — το [εξίσταμαι] έκπληξη, κατάπληξη, σάστισμα που οφείλεται σε κάτι απρόσμενο … Dictionary of Greek
σαστι(σ)μάρα — η, Ν το σάστισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαστίζω + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζο μάρα)] … Dictionary of Greek
ζάλη — η 1. ταραχή, τρικυμία: Μέσα στη ζάλη που επικρατούσε δεν ήξερα τι έκανα. 2. συσκότιση του νου, μερική απώλεια των αισθήσεων: Ήταν πολλοί μέσα στην αίθουσα και του ήρθε ζάλη. 3. σάστισμα, ταραχή του νου: Μόλις τον αντίκρισε του ήρθε ζάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάμπος — θάμπος, το και θάμβος, το 1. η συσκότιση της όρασης από άπλετο ή ξαφνικό φως, το θάμπωμα. 2. μεγάλη έκπληξη, κατάπληξη, σάστισμα. 3. φόβος από τη θέα καταπληκτικού πράγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάπληξη — η έκπληξη, θαυμασμός, σάστισμα: Μόλις συνήλθε από την κατάπληξη, έπεσε στην αγκαλιά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)